-
1 μύρω
II elsewh. always in [voice] Med. [full] μύρομαι (in early [dialect] Ep. only [tense] pres. and [tense] impf.), melt into tears, shed tears, ;κλαίοντέ τε μυρομένω τε 22.427
;γοόωσά τε μυρομένη τε 6.373
, cf. Od.19.119;ἐλεὸν μύρετο Hes.Op. 206
: [tense] aor. 1 opt. [ per.] 2sg.μύρηαι Theoc.16.31
.
См. также в других словарях:
μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… … Dictionary of Greek